ξυλοκοπεῖται

ξυλοκοπεῖται
ξυλοκοπέω
cut wood
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλοκοπώ — άω (Α ξυλοκοπῶ, έω) [ξυλοκόπος] 1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῑται», Πολ.) 2. δέρνω κάποιον ανηλεώς αρχ. κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”